- καλλίπωλος
- καλλῐπωλος, -ον1 with fine horses ναίετε καλλίπωλον ἕδραν, Χάριτες Orchomenos O. 14.2
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
καλλίπωλος — καλλίπωλος, ον (Α) αυτός που έχει ωραίους ίππους. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πωλος (< πῶλος «πουλάρι»), πρβλ. κλυτό πωλος, ταχύ πωλος] … Dictionary of Greek
καλλίπωλον — καλλίπωλος with beautiful steeds masc/fem acc sg καλλίπωλος with beautiful steeds neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίπωλε — καλλίπωλος with beautiful steeds masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)